συνεκδύεσθαι

συνεκδύεσθαι
συνεκδύομαι
put off together
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνεκδύομαι — ΜΑ εξέρχομαι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως αρχ. (ιδίως σχετικά με ένδυμα) βγάζω μαζί ή συγχρόνως συναποβάλλω* («τῷ χιτῶνι συνεκδύεσθαι τὴν αἰδῶ τὰς γυναῑκας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκδύω «εξέρχομαι, γδύνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”